- ἀκάτου
- ἄκατοςlight vesselmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθωράκιος — α, ο (AM ἐπιθωράκιος, ον) νεοελλ. ναυτ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο 2. φρ. «επιθωράκιος φανός» φανός που ανάβουν στο θωράκιο τής ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι τής κόφας μσν. αρχ. αυτός που φοριέται… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek